σιτίων

σιτίων
σιτέομαι
take food
pres part act masc nom sg (doric)
σιτέω
take food
pres part act masc nom sg (doric)
σῑτίων , σιτίον
grain
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • вѣ˫аниѥ — ВѢ˫АНИ|Ѥ (5*), ˫А с. 1. Действие по гл. вѣ˫ати: въздуха проли(т)е. широта морьска˫а. разорѩющюсѩ и ѹставлѩющю. вѣтро(м) вѣ˫ань˫а. (ῥεύματα) ГБ XIV, 101г; вѣтромь вѣ˫аньѥ. (ἡ... λίκμησις) Там же, 185г; тогда имуть ˫авле(н)е знамениѥ тѣмь. на тѣхъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • пищьныи — (8*) пр. 1.Пр. к пища в 1 знач.: разѹмьно зѣло. и ѡ сѣмь положи ˫ако ничтоже има рещи. ни ѡтинѹдь ѿложениѥ пищьноѥ. ѹхыщрѧѧ. ни ѹтробѹ безъ времени пищею. ѡт˫агъчѧ˫а. (τῶν σιτίων) ЖФСт к. XII, 51. 2. Питательный, полезный. Образн.: Елико ѹбо… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • LABOR — et exercitium, torpentem in nobis excitat ealorem, eoque et spiritus reddit vegetos et alacres: atque, ut ventilatio paleas e tririco et spicas inanes flatu dispellit. ita exercitatio quoque fugat noxios e corpore humores. Quâ similitudine hoc… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PYANEPSIA — sacra apud Athenienses. Auctores in nomine variant. Harpocration a Lycurgo Ποιανοψίαν, ab aliis Πανοψίαν appellari tradit. Ποιανοψίαν inquit, Λυκοῦργος εν τῇ κατὰ Μενεσαίχμου, καὶ ἠμεῖς Ποιανοψίαν ταύτην τὴν ἑορτὴν καλοῦμεν: οἱ δὲ ἄλλος Ε῞λληνες… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έξαψη — η (AM ἔξαψις) [εξάπτω] 1. θέρμανση, καύση («τυρὸς σιτίων ἔξαψιν ποιήσει», Ιπποκρ.) 2. ένταση, διέγερση, αγανάκτηση («έξαψη τών παθών») νεοελλ. ιατρ. αίσθημα θερμότητας στο πρόσωπο που έρχεται απότομα και παροδικά και συνοδεύεται από ερυθρότητα… …   Dictionary of Greek

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • ελάσσων — και ελάττων ον (AM ἐλάσσων και ἐλάττων, ον) 1. μικρότερος, λιγότερος 2. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο 3. χαμηλότερος, κατώτερος ως προς το ποσό ή τον αριθμό 4. (για χρόνο) βραχύτερος, συντομότερος 5. κατώτερος ως προς την αξία ή τη… …   Dictionary of Greek

  • πρόσεσις — έσεως, ἡ, Α [προσίημι] (σχετικά με τροφή) λήψη («πρόσεσις σιτίων», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • στενάχω — Α (ποιητ. τ.) 1. στεναχίζω* 2. (για στοά) αντηχώ («στοᾱς στεναχούσης, σιτίων, μετρουμένων», Αριστοφ.) 3. (μτβ.) οδύρομαι, κλαίω για κάτι («τὸ παρὸν... πήμα στενάχω», Αισχύλ.) 4. μτφ. (για χείμαρρο) κάνω πάταγο, κροτώ 5. (το μέσ.) στενάχομαι (για… …   Dictionary of Greek

  • στολή — η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σπολά Α 1. ενδυμασία, ένδυμα, φορεσιά 2. (ειδικά) ομοιόμορφη ή διακριτική ενδυμασία που φοριέται με μια ορισμένη ευκαιρία ή από όσους ανήκουν σε μια τάξη, σε μια οργάνωση ή σε ένα επάγγελμα ή κατάγονται από ορισμένη περιοχή ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”